- βαρβατιάζω
- [βαρβάτος]1. βαρβατεύω2. αυξάνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρβατεύω — εψα, βαρβατεμένος, και βαρβατιάζω ιασα, βαρβατιασμένος 1. βρίσκομαι σε γενετήσιο οργασμό, βρίσκομαι σε περίοδο έντονης σεξουαλικής επιθυμίας: Τα κριάρια βαρβατεύουν το καλοκαίρι. 2. γίνομαι ζωηρός, ορμητικός, δυνατός: Όσο χειμωνιάζει, βαρβατεύουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)